- εκλιπάρησις
- (-εως) η1) упрашивание (кого-л.); 2) выпрашивание (чего-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκλιπάρηση — η (AM ἐκλιπάρησις) θερμή παράκληση, ικεσία … Dictionary of Greek